διεξοδικότητα

διεξοδικότητα
η
η ιδιότητα του διεξοδικού: Η αστυνομία ζητάει διεξοδικότητα στις καταθέσεις των μαρτύρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διεξοδικότητα — η 1. η ιδιότητα τού διεξοδικού 2. διεξοδική διήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεξοδικός. Η λ. διεξοδικότης μαρτυρείται από το 1873 στον Νικόλ. Κονεμένο] …   Dictionary of Greek

  • ευρυλογώ — εὐρυλογῶ, έω (Μ) μιλώ με υπερβολική διεξοδικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + λογώ (< λόγος), πρβλ. κακο λογώ, πολυ λογώ] …   Dictionary of Greek

  • ισχνομυθώ — ἰσχυομυθῶ, έω (Α) επιχειρηματολογώ με ακρίβεια και διεξοδικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + μυθῶ (< μυθος < μύθος), πρβλ. αισχρο μυθώ, σεμνο μυθώ] …   Dictionary of Greek

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”